τελλούριο

τελλούριο
Χημικό στοιχείο με σύμβολο Te· ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων ή πρώτη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 52, ατομικό βάρος 127,61, 8 σταθερά ισότοπα, με αριθμό μάζας από 120 έως 130 και 14 τεχνητά ραδιενεργά. Βρίσκεται στη φύση είτε σε ελεύθερη κατάσταση είτε ενωμένο και αντιπροσωπεύει το 109% του γήινου φλοιού· συνήθως συνοδεύεται από θείο και σελήνιο, με τα οποία εμφανίζει μερικές αναλογίες χημικής συμπεριφοράς. Το απομόνωσε το 1782 ο φον Ράιχενστάιν και το μελέτησε το 1798 ο Κλάπροθ. Το τ. εμφανίζεται κάτω από δύο αλλοτροπικές μορφές, η μία κρυσταλλική, αργυρόλευκη, που τήκεται στους 449,8°C και έχει ειδικό βάρος 6,25, η άλλη άμορφη, φαιού χρώματος, με ειδικό βάρος 6,015. Το τ. καίγεται με κυανή φλόγα στον αέρα και αντιδρά με τα αλογόνα. Το τ. λαμβάνεται από τα κατάλοιπα του καθαρισμού του χαλκού. Μπορεί επίσης να παραχθεί με ηλεκτρολυτική απόθεση σε κάθοδο μολύβδου από ένα διάλυμα διοξειδίου του τ. σε θειικό και υδροφθορικό οξύ. Το τ. είναι δυνατόν να έχει καταστάσεις οξείδωσης –2, +2, +4 και +6. Εκτός από τις ενώσεις με οξυγόνο, υδρογόνο και τα αλογόνα, είναι γνωστές πολλές αλκυλικές ενώσεις του. Το τ. χρησιμοποιείται στη μεταλλοβιομηχανία γιατί καθιστά τον μόλυβδο ανθεκτικότερο στα χημικά αντιδραστήρια και αυξάνει την ελατότητα του χάλυβα, στην υαλουργία, ως χρωστικό, στην πετρελαιοβιομηχανία, όταν προστίθεται στους καταλύτες στη μέθοδο cracking.
* * *
το, Ν
χημ. επαμφοτερίζον χημικό στοιχείο με σύμβολο Te και ατομικό αριθμό 52, το οποίο ανήκει στην ομάδα Via, τού περιοδικού συστήματος και το οποίο παρουσιάζει από την άποψη τών φυσικών και χημικών ιδιοτήτων στενή αναλογία με το σελήνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ αγγλ. tellurium (< λατ. tellus, -uris «γη»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τελλουριούχος — α, ο, θηλ. και τελλουριούχος, Ν χημ. αυτός που περιέχει τελλούριο (α. «τελλουριούχο βισμούθιο» β. «τελλουριούχο νικέλιο» γ. «τελλουριούχος άργυρος» δ. «τελλουριούχος υδράργυρος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τελλούριο + ούχος*] …   Dictionary of Greek

  • Τe — Ν χημ. σύμβολο τού χημικού στοιχείου τελλούριο …   Dictionary of Greek

  • αλλοτροπία — Ιδιότητα που έχουν ορισμένες ουσίες να παρουσιάζονται με διάφορες μορφές ανάλογα με τις συνθήκες θερμοκρασίας ή πίεσης στις οποίες βρίσκονται. Οι μορφές αυτές παρουσιάζουν διαφορετική φυσική και χημική συμπεριφορά, σε ειδικές όμως περιπτώσεις… …   Dictionary of Greek

  • καλαβερίτης — Ορυκτό αποτελούμενο από χρυσό, άργυρο και τελλούριο με χημικό τύπο (Au,Ag)Te2. Κρυσταλλώνεται στο τρικλινές σύστημα και σπάνια συναντάται σε στηλοειδείς επιμήκεις κρυστάλλους. Η σκληρότητά του στην ορυκτολογική κλίμακα είναι 2,5 και η πυκνότητά… …   Dictionary of Greek

  • κολουσίτης — ο (ορυκτ.) σπάνιο θειούχο ορυκτό τού χαλκού και τού αρσενικού, που περιέχει επίσης βανάδιο, τελλούριο, σίδηρο και κασσίτερο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. colusite < τόπων. Colusa (τής Καλιφόρνιας), που είναι η τυπική… …   Dictionary of Greek

  • ναγιαγίτης — ο (ορυκτ.) σπάνιο θειούχο ορυκτό τού μολύβδου, τού χρυσού, τού τελλουρίου και τού αντιμονίου, αλλ. μαύρο τελλούριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. επιστημον. όρου, πρβλ. αγγλ. nayagite] …   Dictionary of Greek

  • τελλουρικός — ή, ό, Ν [τελλούριο] φρ. α) «τελλουρικό οξύ» χημ. ασθενές διβασικό οξύ που σχηματίζει δύο σειρές αλάτων, τα όξινα και τα ουδέτερα τελλουρικά άλατα β) «τελλουρικό άλας» χημ. άλας τού τελλουρικού οξέος γ) «τελλουρικό ρεύμα» (γεωφ.) φυσικό ηλεκτρικό… …   Dictionary of Greek

  • τελλουριώδης — ες, Ν [τελλούριο] φρ. α) «τελλουριώδες άλας» χημ. άλας τού τελλουριώδους οξέος β) «τελλουριώδες οξύ» χημ. ονομασία τού οξέος H2TeΟ3 …   Dictionary of Greek

  • υδροτελλουρικός — ή, ό, Ν φρ. «υδροτελλουρικό οξύ» χημ. συνοπτική ονομασία τών υδατικών διαλυμάτων τού υδροτελλουρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. (acide) tellurhydrique < tellur (πρβλ. τελλούριο) + hydrique (< υδρικός)] …   Dictionary of Greek

  • χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”